προλόβιον
English (LSJ)
τό, lower lobe of the ear, Poll.2.85, Hsch.; cf. προβόλιον.
German (Pape)
[Seite 733] τό, das äußerste, hangende Ohrläppchen, Poll. 2, 85 u. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προλόβιον: τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες μέρος τοῦ ὠτός, «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον προλόβιον» Πολυδ. Β΄, 85.