προμηθικῶς
English (LSJ)
Adv. shrewdly, warily, with allusion to the name Prometheus, Ar.Av.1511.
French (Bailly abrégé)
adv.
prudemment.
Étymologie: προμηθεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμηθικῶς [προμηθής] adv., met vooruitziende blik, slim (op de manier van Prometheus). Aristoph. Av. 1511.
Russian (Dvoretsky)
προμηθικῶς: осмотрительно, разумно (ἐπινοεῖν τι Arph.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. προσεκτικά, φρόνιμα
2. κατά τρόπο ευφυή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμηθικός (< Προμηθεύς)].
Greek Monotonic
προμηθικῶς: επίρρ., εύστοχα, προσεκτικά, με άμεση συσχέτιση στη λέξη Προμηθέας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθικῶς: Ἐπίρρ., προβλεπτικῶς, φρονίμως, εὐφυῶς, κατ’ ἀναφορὰν πρὸς τὸ ὄνομα Προμηθεύς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1511· συγκρ. -ώτερον, Εὐστ. Πονημάτ. 285. 16.
Middle Liddell
shrewdly, warily, with allusion to the name Prometheus, Ar.