προπαγής

English (LSJ)

ὀφθαλμοὶ π. f.l. for προπαλεῖς or προπετεῖς in Luc. Musc.Enc.3.

German (Pape)

[Seite 738] ές, vorn befestigt, hart u. hervorsteyend, ὀφθαλμός, Luc. musc. enc. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
proéminent : προπαγεῖς ὀφθαλμοί, yeux à fleur de tête.
Étymologie: πρό, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

προπᾰγής: выдающийся вперед, выпученный, на выкате (ὀφθαλμοί Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

προπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) προέχων, προεξέχων, ὀφθαλμοὶ προπαγεῖς (προπαλεῖς;) πολὺ τοῦ κέρατος Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 3.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῖς πολὺ τοῦ κέρατος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ-παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ. ανάγνωση αντί προπαλεῖς ή προπετεῖς].

Greek Monotonic

προπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που προεξέχει, εξέχων, διακεκριμένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

προ-πᾰγής, ές πήγνυμι
prominent, Luc.