προπλέκω

English (LSJ)

wind, apply a bandage before, aor. part. Pass. -πλᾰκείς Heliod. ap. Orib.48.43.1.

Greek (Liddell-Scott)

προπλέκω: πλέκω πρότερον, Γαλην. τ. 14, σ. 500, 5.

Greek Monolingual

Α
πλέκω από πριν ή πλέκω μπροστά.