προπολεμώ

Greek Monolingual

-έω, Α
μσν.
πολεμώ εναντίον κάποιου
αρχ.
1. πολεμώ υπερασπιζόμενος κάποιον
2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπολεμοῦν τες
οι υπερασπιστές, οι πρόμαχοι μιας χώρας
3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προπολεμοῦν
το τμήμα του πληθυσμού που υπερασπίζει τη χώρα
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. μέλλ. ως ουσ.) τὸ προπολεμῆσον
το στρατιωτικό σώμα που πρόκειται να πολεμήσει για την υπεράσπιση της χώρας.