προσάρτησις
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ἡ, (from Pass.)
A attachment, τῶν καρπῶν Thphr. CP 2.9.3, 5.4.2, cf. Sor.1.71; opp. σύμφυσις, etc., Gal.2.350 (pl.), UP3.3.
2 place of attachment, ἄχρι φρενῶν προσαρτήσιος Hp.Art.45.
German (Pape)
[Seite 752] ἡ, das Daranknüpfen, Daran- oder Daraufhängen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσάρτησις: ἡ, (ἐκ τοῦ παθ.), προσκόλλησις, ἢ ἐπί τινος αὔξησις, τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3., 5. 4, 2, κτλ. 2) τὸ μέρος ἔνθα γίνεται ἡ προσκόλλησις ἢ προσάρτησις, οἷον ἐπὶ μυώνων, ἄχρι φρενῶν προσαρτήσιος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσάρτησις -εως, ἡ [προσαίρω] aanhechtingspunt.