προσβραχής

English (LSJ)

προσβραχές, somewhat shallow, Str.6.3.6, al.

German (Pape)

[Seite 754] ές, richtigere Lesart statt προβραχής, etwas seicht, Strab. 6, 3, 6, auch 5, 4, 5; vgl. Lob. Phryn. 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
peu profond ; guéable.
Étymologie: πρός, βράχος².

Greek (Liddell-Scott)

προσβρᾰχής: -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540.

Greek Monolingual

-ές, Α
κάπως ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βραχύς, κατά τα επίθ. σε -ής].

Greek Monotonic

προσβρᾰχής: -ές (βράχος), κάπως ρηχός, σε Στράβ.

Middle Liddell

προσ-βρᾰχής, ές βράχος
somewhat shallow, Strab.