προσεγχέω

English (LSJ)

pour in besides, Arist.GA753a20, Diph.17.10; εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον Arist.Pr.961a25; προσεγχέας ἄκρατον Plu.2.149b:—Med., cause to be poured in, Arist.Pr.961a18:—Pass., Id.GA723a19, Aret. CA2.5.

German (Pape)

[Seite 757] (s. χέω), noch dazu ein-, auf-, zugießen; προσεγχέας, Diphil. bei Ath. IV, 132 d; Arist. gen. an. 1, 18.

Russian (Dvoretsky)

προσεγχέω: сверх того доливать (ἔλαιον εἴς τι Arst.; ἄκρατον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεγχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐγχέω προσέτι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16· ἔλαιον εἰς τὰ ὦτα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 32. 10, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 10· ― Μέσ., ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται, βάλλουν καὶ τοὺς χύνουν μέσα ἔλαιον, Ἀριστ. Προβλ. 32. 10. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 18.

Greek Monolingual

Α ἐγχέω
1. εγχέω επί πλέον («προσεγχέειν εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον», Αριστοτ.)
2. μέσ. προσεγχέομαι
κάνω κάτι να χυθεί μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται», Αριστοτ.).