προσεμφαίνομαι
English (LSJ)
appear to be in a thing, γραμμῇ τἀναντία πως π. Arist. Mech.847b24, cf. Iamb.in Nic.p.72 P.
Russian (Dvoretsky)
προσεμφαίνομαι: (по)являться, возникать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμφαίνομαι: παθ., φαίνομαι ὅτι ὑπάρχω ἔν τινι πράγματι, τινι Ἀριστ. Μηχαν. ἐν προοιμ. 6.
Greek Monolingual
Α
φαίνομαι ότι υπάρχω μέσα σε κάτι («γραμμῇ... τἀναντία πως προσεμφαίνεται τὸ κοῖλον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφαίνομαι «εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι μέσα σε κάτι»].