προσεξασκώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. εξασκώ, γυμνάζω επί πλέον
2. στολίζω επιπροσθέτως («τὸ φυσικὸν κάλλος ὑπὸ τῆς βασιλικῆς προσεξήσκηται πολυτελείας», Ιώσ.).