προσηλυτισμός

Greek Monolingual

ο, Ν
1. η άμεση ή έμμεση προσπάθεια για διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση ετερόδοξων και μεταστροφής τους σε άλλο δόγμα
2. ο προσεταιρισμός κάποιου σε απόψεις, φρονήματα και ιδέες, η προσπάθεια προσέλκυσης οπαδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος + -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Ιω. Φιλήμονα].