προσκαινουργέω

English (LSJ)

work some new thing, πολλά J.AJ17.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαινουργέω: ἐργάζομαι νέον τι κακόν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 11, 2.

Translations

innovate

Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya