προσκυρώνω

Greek Monolingual

προσκυρῶ, -όω, ΝΜΑ κυρῶ
επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτως
νεοελλ.
(νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλον
αρχ.
παθ. προσκυροῦμαι, -όομαι
περιβάλλομαι με κύρος.