Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
προσκυρώνω
Greek Monolingual
προσκυρῶ, -όω, ΝΜΑ κυρῶ επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτως νεοελλ. (νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλον αρχ. παθ.προσκυροῦμαι, -όομαι περιβάλλομαι με κύρος.