προσμανθάνω
English (LSJ)
learn besides, A.Pr.697, Trag.Adesp.516a, Ar.V. 1208, Th.20: c. inf., ib.24.
German (Pape)
[Seite 772] (s. μανθάνω), dazu lernen; ἔςτ' ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς, Aesch. Prom. 699; Ar. Thesm. 20. 24; in späterer Prosa; προσμαθητέον, Xen. Oec. 13, 1.
French (Bailly abrégé)
f. προσμαθήσομαι, ao. προσέμαθον;
apprendre en outre.
Étymologie: πρός, μανθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μανθάνω bovendien leren.
Russian (Dvoretsky)
προσμανθάνω: (aor. 2 προσέμᾰθον) сверх того узнавать (τὰ λοιπά Aesch.; τι Arph.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προσμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ -έμᾰθον· μαθαίνω επιπλέον, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προσμανθάνω: μανθάνω προσέτι, Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. προσδιδάσκω.