προσράσσω
English (LSJ)
dash against, ταῖς Σηπιάσι [ναῦς] Paus.8.27.14:—Pass., πέτραις -ραχθέντες D.S.31.45, v.l. in Ph.2.123.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προσράσσω: προσαράττω, προσρήγνυμι, τί τινι Παυσ. 8. 27, 14.
Greek Monolingual
Α
χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή μεταβάλλοντάς το σε συντρίμμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥάσσω «χτυπώ»].