προστέγιον

English (LSJ)

τό, = προτέγιον, Plu.Caes.17.

German (Pape)

[Seite 782] τό, Vordach, Vorhalle, Vorraum vor der Thür, ἐν τῷ προστεγίῳ τῆς θύρας ἐκάθευδεν, Plut. Caes. 17.

French (Bailly abrégé)

v. προτέγιον.

Greek Monolingual

και προτέγιον, τὸ, Α
το προστέγασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + στέγη + επίθημα -ιον (πρβλ. ὑποστέγιον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστέγιον -ου, τό voorportaal.

Russian (Dvoretsky)

προστέγιον: τό Plut. v.l. = προτέγιον.