προστατεία
English (LSJ)
ἡ, (προστάτης) = προστασία II, Th.2.80 (cf. προστασία II.1), X.Mem.3.6.10, Oec.2.6 (pl.), Supp.Epigr.3.468.16 (Thess., i B.C.), IG22.1099.23 (Epist.Plotinae, ii A.D.), D.C.41.34, Porph. Abst.4.18, etc.
German (Pape)
[Seite 781] ἡ, Amt od. Würde des προστάτης, übh. Aufsicht, Xen. Oec. 2, 6 Mem. 3, 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction ou dignité de président.
Étymologie: προστατεύω.
Russian (Dvoretsky)
προστᾰτεία: ἡ начальствование, управление Xen.
Greek (Liddell-Scott)
προστᾰτεία: ἡ, (προστάτης) = προστασία ΙΙ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 10, Οἰκ. 2, 6, Δίων Κ. 41. 34, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 527. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130, 132.
Greek Monolingual
ἡ, Α προστατεύω
αρχηγία, εξουσία («ὧν ἡγοῦν
το ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ», Θουκ.).