προσυποκλίνω

English (LSJ)

[ῑ], place underneath, τοῖς μηροῖς τὰ γόνατα Paul.Aeg.3.76.

Greek Monolingual

Α ὑποκλίνω
τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῖς μηροῖς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.).