προσωποκράτηση
Greek Monolingual
η, Ν
η προσωρινή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
η, Ν
η προσωρινή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].