στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-έω, Ν
ενεργώ προσωποκράτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + κρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Πανδώρα].