προϋπόθεση
Greek Monolingual
η, Ν
1. ό,τι προϋποτίθεται, ό,τι θεωρείται εκ τών προτέρων ως δεδομένο για να στηριχθεί επιχείρημα, να συναχθεί συμπέρασμα ή να επιτευχθεί συμφωνία
2. όρος από τον οποίο εξαρτάται κάτι («θα σού στείλω το δέμα με την προϋπόθεση ότι θα βρεις μέσο μεταφοράς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προϋποθέτω. Η λ., στον λόγιο τ. προϋπόθεσις, μαρτυρείται από το 1818 στον Κ. Κούμα].