προόδους

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, with prominent teeth, Poll.2.96 cod.A: also προόδων, Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 737] οντος, mit vorstehenden Zähnen, Poll. 2, 96; s. auch προώδων.

Greek (Liddell-Scott)

προόδους: όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― ὡσαύτως προώδων, -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.

Greek Monolingual

-οντος, ο, η, ΝΑ
αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. μονόδους)].