Adv., (πρωΐ) from morning, ἀπὸ π. LXX Ex.18.13, Ru.2.7; ἐκ π. ib.3 Ki.18.26; cf. Hdn.Gr.1.501.
[Seite 803] adv., von früh an, Suid.
ΜΑεπίρρ. από το πρωί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. έξωθεν)].