πρωΐ

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωῐ̈́ Medium diacritics: πρωΐ Low diacritics: πρωί Capitals: ΠΡΩΙ
Transliteration A: prōḯ Transliteration B: prōi Transliteration C: proi Beta Code: prwi/+

English (LSJ)

[ῐ], Att. πρῴ (Hdn.Gr.1.494, Sch.Ar.Av.132, etc.), though codd. commonly give πρῶϊ, πρωΐ, or πρῷ: Adv.: (πρό):—
A early in the day, at morn, opp. ὀψέ (acc. to Thphr. Sign.9, the forenoon, between ἀνατολή and μεσημβρία) , πρωῒ (v.l. πρῶϊ) ὑπηοῖοι Il.8.530,al.: c.gen., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.9.101; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῴ X.HG1.1.30, cf. PSI3.402.10 (iii B.C.): also πρῲ πάνυ Ar.V.104; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ early next morning, X.Cyr.1.4.16; τὸ πρωῒ LXX Ge.19.27; ἅμα πρωΐ Ev.Matt.20.1; ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας Act.Ap.28.23.
2 generally, betimes, early, Hes.Op.461, Fr.204, Ar.Av.132, etc.: c. gen., πρωῒ τοῦ ἦρος, πρωῒ τοῦ θέρεος, Hp.Epid.1.1,2.
3 = πρὸ καιροῦ (Phryn.PS p.106 B.), too soon, too early, πρῴ γε στενάζεις (v.l. πρό) A.Pr.696; δέδοικα γὰρ μὴ πρῲ λέγοις ἄν S.Tr.631; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Th.4.6, cf. Pl.Prm.135c.—Comp. and Sup. πρωΐτερον (or πρῴτερον) , πρωΐτατα (or πρῴτατα) are found in Th.7.19,39, 8.101, Arr.Ind.26.4, Aristid.Or.47 (23).35, 51(27).51, v.l. in Hp.Epid. 2.1.6, 2.3.2, 6.8.13, al.; but usually πρωϊαίτερον (or πρῳαίτερον), πρωϊαίτατα (or πρῳαίτατα), Hp.Il.cc. (v.l.), Pl.Phd. 59d, 59e, Tht.150e, Prt. 326c, X.Cyr.8.8.9, etc.

German (Pape)

[Seite 803] att. πρῴ, adv., früh, früh am Tage, früh Morgens; πρωῒ ὑπηοῖοι, Il. 8, 530. 18, 277. 303, Gegensatz ὀψέ; auch c. gen., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης, noch früh am Tage, Her. 9, 101; vgl. Xen. Hell. 1, 1, 30, ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρωῒ καὶ πρὸς ἑσπέραν, Morgens und Abends; Cyr. 1, 4, 17 u. sonst (vgl. die unter πρώ angeführten Beispiele aus der attischen Prosa); Tim. lex. Plat. erkl. πρῴ, ὄρθρου βαθέος, wie Phot. – Übh. frühzeitig, Hes. O. 463, frg. 45; auch zu früh, vor der Zeit, πρῲ πρὶν γυμνασθῆναι, Plat. Parmenid. 135 c. – Compar. πρωϊαίτερον; Plat. Phaed. 59 d; ἀπῆλθον πρωϊαίτερον τοῦ δέοντος, Theaet. 150 e; u. superl. πρωϊαίτατα, sehr früh am Morgen, Xen. Cyr. 8, 8, 9; πρωϊαίτατα τῆς ἡλικίας, Plat. Prot. 326 c, u. A. – Nach Thom. Mag. besser πρωΐτερον, πρωΐτατον, welche Form aber nicht in guten Attikern vorzukommen scheint; bei Thuc. 7, 19, τοῦ ἐπιγιγνομένου ἦρος εὐθὺς ἀρχομένου πρωΐτατα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐςέβαλον, finden sich die v.l. πρωαίτατα u. πρωϊαίτατα, u. eben so 8, 101 πρωΐτερον μέσων νυκτῶν, wo Bekker πρωαίτερον, Andere πρωϊαίτερον haben.

French (Bailly abrégé)

p. contr. att. πρῴ;
adv.
I. le matin, dès le matin ; avec le gén. : πρωῒ τῆς ἡμέρης HDT, ἡμέρας τὸ πρῴ XÉN au point du jour ; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ XÉN le lendemain de bonne heure;
II. p. ext.
1 de bonne heure ; πρῲ τῆς ὥρας THC au commencement de la saison;
2 trop tôt, avant le temps;
Cp. πρωϊαίτερον, p. contr. πρῳαίτερον ; Sp. πρωΐτατα ou πρωϊαίτατα.
Étymologie: πρό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῴ ook πρωΐ [πρό; ~ πρώην] adv.; comp. πρωΐτερον en πρῴτερον, πρωϊαίτερον en πρῳαίτερον; superl. πρωΐτατα en πρῴτατα, πρωϊαίτατα en πρῳαίτατα ‘s ochtends vroeg:; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ = de volgende ochtend vroeg Xen. Cyr. 1.4.16; ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας van de vroege ochtend tot de avond NT Act. Ap. 28.23; met gen. (part.). πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης nog vroeg in de ochtend Hdt. 9.101.2; ἑκάστης ἡμέρας πρῴ elke ochtend vroeg Xen. Hell. 1.1.30; τῆς ὥρας πρῴτερον op een vroeger uur Thuc. 7.39.1. uitbr. vroeg:; πρῴτατα... ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐσέβαλλον zeer vroeg in het jaar vielen ze Attica binnen Thuc. 7.17.1; met gen.. πρωῒ τοῦ ἦρος vroeg in de lente Hp. Epid. 1.1. te vroeg, voortijdig:. δέδοικα γὰρ μὴ πρῲ λέγοις ἄν ik ben bang dat je misschien voortijdig spreekt Soph. Tr. 631.

Spanish

al amanecer, por la mañana

English (Strong)

adverb from πρό; at dawn; by implication, the day-break watch: early (in the morning), (in the) morning.

English (Thayer)

(WH πρωι< (cf. Iota, at the end)) (Attic πρώ (cf. Winer's Grammar, § 5,4d.)), adverb (from πρό), from Homer down, the Sept. often for בֹּקֶר, in the morning, early (opposed to ὀψέ): G L T Tr WH; ὀψίας γενομένης (but T brackets; WH reject the passage)); (T Tr text WH); πρωι<, σκοτίας ἔτι οὔσης, λίαν πρωι<, followed (in R G) by a genitive of the day (cf. Kühner, § 414,5c. β'. ii., p. 292), ἅμα πρωι<, ἐπί τό πρωι<, R G); ἀπό πρωι< ἕως ἑσπέρας, B. D. under the word Watches of the Night>)), Mark 13:35.

Greek Monotonic

πρωΐ: [ῠ], Αττ. πρῴ ή πρῷ, επίρρ. (πρό
1. νωρίς το πρωί, νωρίς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης, σε Ηρόδ.· ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῴ, σε Ξεν.· πρὼ τῇ ὑστεραίᾳ, νωρίς την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, στον ίδ.· ἅμαπρωί, ἀπὸ πρωΐ, σε Καινή Διαθήκη
2. γενικά, έγκαιρα, πολύ νωρίς, σε καλό χρόνο, Λατ. mature, tempestive, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., πρῲ τῆς ὥρας, σε Θουκ.
3. = πρὸ καιροῦ, πολύ σύντομα, πάρα πολύ νωρίς, πρῴ γε στενάζεις, σε Αισχύλ.· πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος, σε Θουκ.· το πρωΐ σχηματίζει παραθετικά από το παράγωγο επιθ. πρώιος, συγκρ. πρωιαίτερον, υπερθ. πρωϊαίτατα, Αττ. πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].

Russian (Dvoretsky)

πρωΐ:
I (ῐ), стяж. πρῴ adv. (тж. ἅμα π. и ἐπὶ τὸ π. NT) (compar. πρωϊαίτερον и πρωΐτερον, superl. πρωϊαίτατα и πρωΐτατα)
1 рано утром Hom.: π. τῇ ὑστεραίᾳ Xen. на следующее утро;
2 рано, заблаговременно Hes.: παρέσεσθαί τινι π. Arph. пораньше прийти к кому-л.;
3 слишком рано, преждевременно Aesch., Soph., Arph., Plat.
II стяж. πρῴ praep. cum gen.
1 рано утром (π. τῆς ἡμέρης Her.): ἑκάστης ἡμέρας τὸ π. Xen. каждое утро;
2 рано: πρωϊαίτερον τοῦ δέοντος Plat. раньше, чем следует.

Chinese

原文音譯:prw 普羅衣
詞類次數:副詞(10)
原文字根:以前
字義溯源:破曉,清早,早,早晨;源自(πρό)*=前)
出現次數:總共(10);太(2);可(6);約(1);徒(1)
譯字彙編
1) 早晨(4) 太16:3; 可11:20; 可13:35; 可15:1;
2) 清早(3) 可1:35; 可16:9; 約20:1;
3) 早(3) 太20:1; 可16:2; 徒28:23

Léxico de magia

adv. al amanecer ref. al momento de realizar la acción mágica τὸν δὲ λόγον πάλιν τὸν αὐτὸν πρωῒ ἐγερθείς ... ἔπᾳδε canta la misma fórmula de nuevo, levantándote al amanecer P IV 3155 P III 715 (fr. lac.) τὸ δὲ χρῖμα τὸ ἀπ' αὐτοῦ χρίου κατὰ πρωΐ úngete con el bálsamo de éste al amanecer P V 236 πρωὶ ἀναστά<ς>, πρὶν λαλῇς, ἐπίλεγε τὰ ὀνόματα levantándote al amanecer, antes de hablar, pronuncia los nombres P VII 621 κατὰ πρω:ὶ ἀνιστάμενος τὸ<ν> ἥλιον χαιρέτισον levantándote al amanecer saluda al sol P XIII 673 P XIII 117