έξωθεν
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
Greek Monolingual
(AM ἔξωθεν)
επίρρ. αυτός που έρχεται ή προέρχεται από έξω («ο έξωθεν κίνδυνος»)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ή έξωθεν καλή μαρτυρία»
(κυρίως για κληρικούς) η εκτίμηση της κοινής γνώμης, η υπόληψη του κόσμου
αρχ.-μσν.
1. έξω (α. «ἄς ἔλθωσιν οἱ ἅπαντες ἔξωθεν εἰς τὸν κάμπον», Διγ.
β. «ὁρατὸν γὰρ οὐδὲν ὑπελείπετο ἔξωθεν», Πλάτ.)
2. στο έξω μέρος
3. από αλλού, από άλλη πηγή
4. (με το άρθρο ως επίθ.) οἱ ἔξωθεν
οι ξένοι, οι αλλοδαποί
αρχ.
1. (με γεν.) απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάποιον ή κάτι («δειμάτων ἔξωθεν»)
2. αρχικά, κατ' αρχήν
3. τελικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έξω + -θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. εκεί-θεν, εντεύ-θεν)].