πρωτεΐνη

Greek Monolingual

η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πρωτεΐνες
εξαιρετικά πολύπλοκες ενώσεις που υπάρχουν σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και οι οποίες έχουν μεγάλη θρεπτική αξία, ενώ υπεισέρχονται άμεσα στις θεμελιώδεις για τη ζωή χημικές διεργασίες
2. φρ. α) «ακυκλο-ακυλοφέρουσα πρωτεΐνη»
(βιοχ.) ονομασία που αναφέρεται στα ακυλιωμένα παράγωγα της ακυλοφέρουσας πρωτεΐνης τα οποία σχηματίζονται ενδιαμέσως κατά τη βιοσύνθεση τών λιπαρών οξέων
β) «ακυλοφέρουσα πρωτεΐνη»
(βιοχ.) πρωτεϊνικός φορέας ακυλομάδων μικρού μοριακού βάρους η οποία μπορεί να δημιουργεί συμπλέγματα με τα άλλα 6 ένζυμα που χρειάζονται για την πλήρη σύνθεση του παλμιτικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protein < αρχ. πρώτειος (< πρῶτος) + κατάλ. της χημ. ορολογίας -ίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].