Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πρωτοετής
Greek Monolingual
-ές, Ν 1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολή («πρωτοετήςφοιτητής της ιατρικής») 2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ.<πρωτ(ο)- + -ετής (<έτος), πρβλ. δευτεροετής].