πρωτοπόρος

English (LSJ)

πρωτοπόρον, taking one's first voyage, cf. πρωτόπλοος.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst od. vorangehend, marschirend; im Ep. des Plat. bei Ath. XIII, 589 c steht νεότητος πρωτοπόρου, wo in der Anth. VII, 217 πρωτοβόλου steht.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπόρος: -ον, ὁ τὴν πρώτην αὑτοῦ πορείαν ἐκτελῶν· πρβλ. πρωτόπλοος.

Greek Monolingual

-α, -ο / πρωτοπόρος, -ον, ΝΜΑ, και θηλ. -ος Ν
νεοελλ.
1. αυτός που πορεύεται μπροστά από τους άλλους, που προπορεύεται
2. μτφ. α) αυτός που εισάγει καινοτομίες, ο καινοτόμος
β) (για επιστήμονες ή ερευνητές) αυτός που συντελεί σημαντικά στην ανάπτυξη της επιστήμης, αυτός που ανακαλύπτει καινούργιους νόμους εξέλιξης
γ) αυτός που πρωτοστατεί στη λήψη ριζοσπαστικών κοινωνικών μέτρων ή επιδιώκει ριζοσπαστικές κοινωνικές ή πολιτικές μεταβολές
δ) αυτός που είναι επικεφαλής προοδευτικής πνευματικής ή καλλιτεχνικής κίνησης
αρχ.
αυτός που κάνει την πρώτη του πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πορος (< πόρος), πρβλ. ορθοπόρος.