ορθοπόρος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

ὀρθοπόρος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πρωτοπόρος)].