πρωτόρριζος

English (LSJ)

πρωτόρριζον, being the first root or origin, Luc.Am.19.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόρριζος -ον [πρῶτος, ῥίζα] de eerste oorzaak zijnd: subst.. τὴν... πάσης γενέσεως πρωτόρριζον degene die de eerste oorzaak is van elke geboorte (nl. de Natuur) [Luc.] 49.19.

German (Pape)

die erste Wurzel, den Ursprung in sich habend, Luc. amor. 19.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόρριζος: являющийся корнем, т. е. первопричиной, началом (πάσης γενέσεως Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόρριζος: -ον, ὁ ὢν ἡ πρώτη ῥίζαἀρχή, τὴν προμήτορα καὶ πάσης γενέσεως πρωτόρριζον (φύσιν) μάρτυρα ἐπικαλοῦμαι Λουκ. Ἔρωτ. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
πρωτότυπος, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύρριζος].