πρόθυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, base of an altar, Paus.5.13.9.

German (Pape)

[Seite 724] ἡ, der Fuß des Opferaltars, Paus. 5, 13, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθῡσις: ἡ, ἡ πρώτη κρηπὶς βωμοῦ, τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ κρηπῖδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης Παυσ. 5. 13, 9· Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 510.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α προθύω
1. η πρώτη κρηπίδα βωμού, η βάση («τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Ὀλυμπία κρηπῖδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», Παυσ.)
2. προκαταρκτική θυσία.