πρόληψις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A preconception, mental picture or scheme into which experience is fitted, εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττειν Epicur.Sent.37, cf.38, Ep.1p.24U.(pl.), Ep.3p.60U.(pl.), Fr.255, Nat.28.4 (p.7 V., pl.); also in Stoic. philos., ἔμφυτοι π. Chrysipp.Stoic.3.17, al.; κοινὴ πρόληψις τῶν ἀνθρώπων Id.ib.2.286, al., cf. Arr.Epict.1.22.
2 in common use, previous notion or previous conception, Plb.8.27.1; πρόληψιν ἔχειν πάντων ἀδύνατον Id.10.43.8, cf. A.D.Conj.247.22, al., PFay.124.16 (ii A.D., πρόλημψις).
II Rhet., anticipation, ὑπονοίας Hermog.Meth.10: generally, Ph.1.425; ζῴων ἐνίοις σεισμῶν καὶ ὑετῶν ἐμπέφυκε π. Iamb.Myst.3.26; ἐν προλήψει γεγονέναι Philum.Ven.4.5.
III simply, taking beforehand, ὅρκου, μισθοῦ, Hld.4.18,5.8.

German (Pape)

[Seite 733] ἡ, das Vorher-, Voraus-, Vorwegnehmen; bes. im Geiste, allgemeine, dunkle Vorstellung, Vorherahnen, κατὰ τὴν τῶν νεανίσκων πρόληψιν, Pol. 8, 29, 1; πρόληψιν ἔχειν τινός, Etwas vorhersehen, muthmaßen, 10, 43, 8, u. öfter. – Bei Epicur. eine durch die Sinne erhaltene Vorstellung; Plut. plac. phil. 4, 11, bei Arrian. übh. der Begriff. – In der Musik wie προλημματισμός, eine eigene Modulation der Stimme, vgl. Anonym. Bellerm. de music. 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de prendre d'avance ; t. de philos. la notion acquise par les sens, chez les Épicuriens ; p. ext. notion antérieure à toute perception par les sens ou à toute éducation de l'esprit, idée innée.
Étymologie: προλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόληψις: ἡ, ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἀντίληψις, οἵα κατὰ τοὺς Στωϊκοὺς ἐξ ἀρχῆς ἐνεφυτεύθη εἰς τὸν ἀνθρώπινον νοῦν, ἔννοια φυσικὴ τοῦ καθόλου Χρύσιππ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 54· κατὰ πρόληψιν ἐννοεῖσθαι Ἐπίκουρ. αὐτόθι 10. 33, πρβλ. Κικ. Ν. D. 1. 16 καὶ 17· αἱ ἔμφυτοι πρ. Πλούτ. 2. 1041Ε, 1042Α· ἑρμηνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος διὰ τῶν λ. notio, antipatio, praenotio, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 22· ― ἀλλ’ ἐν ἑτέρῳ χωρίῳ (2. 900Β) ὁ Πλούτ. παριστάνει τὴν πρόληψιν ὡς ἀντικειμένην τῇ λ. ἔννοια, ἣν κτᾶταί τις διὰ τῆς πείρας: ― ἐντεῦθεν, 2) ἐν τῇ κοινῇ χρήσει, προτέρα ἔννοια ἢ αντίληψις, Πολύβ. 8. 29, 1· πρ. ἔχειν τινὸς ὁ αὐτ. 10. 43, 8. ΙΙ. ἐν Ρητ. προκατάληψις ΙΙ· ― ἐν Κικ. de Div. 2. 53, ὁ Orelli πρόσληψις.

Russian (Dvoretsky)

πρόληψις: εως ἡ
1 предположение, предчувствие, предвидение (πρόληψιν ἔχειν τινός Polyb.);
2 филос. (у стоиков) предвосхищение, первичное общее понятие (врожденное, но вступающее в действие только в связи с чувственным опытом) (ἡ π. ἐστιν ἔννοια φυσικὴ τοῦ καθόλου Diog. L.); (у эпикурейцев) эмпирическое общее понятие: π. μνήμη τοῦ πολλάκις ἔξωθεν φανέντος Diog. L. пролепсис (есть) воспоминание о многократном внешнем явлении;
3 рит. предвосхищение, упреждение (ответ на предвидимое возражение) Quint., Gell.;
4 грам. пролепсис, смещение (напр., превращение подлежащего придаточного предложения в дополнение главного: τὴν ὑπερβολὴν τῶν ὀρέων ἐδεδοίκεσαν μὴ προκαταληφθείη = ἐδεδοίκεσαν, μὴ ἡ ὑπερβολὴ τῶν ὀρέων προκαταληφθείη Xen. они опасались, как бы горные высоты не были ранее захвачены).

Translations

preconception

Bulgarian: предварителна представа; Chinese Mandarin: 預想, 预想; Dutch: vooroordeel; Finnish: ennakkokäsitys, ennakkoluulo; French: préconception; German: Vorurteil; Ancient Greek: πρόληψις; Japanese: 予想; Latvian: aizspriedums; Russian: предвзятость, предубеждение