προκατάληψις
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A seizing in advance, τῶν ἐκβολῶν Jul.Or.2.74c.
2 preoccupation, anticipation of an adversary's arguments, Arist.Rh.Al.1428a8 (pl.), 1432b11; ἐπὶ προκαταλήψει θέας in anticipation of... J.AJ19.1.13.
II previous apprehension, ἐκ π. Hsch. s.v. καταφθατουμένη.
German (Pape)
[Seite 728] ἡ, vorhergegangene Wegnahme? Bei den Rhett. die Anticipation. – Das Vorherbegreifen, Plut. sol. an. 11; S. Emp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de saisir ou de comprendre d'avance.
Étymologie: προκαταλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
προκατάληψις: εως ἡ предвосхищение, упреждение Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προκατάληψις: -εως, ἡ, τὸ προκαταλαμβάνειν, ἐπὶ λογικοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 7, 3., 19, 1· ἐκ προκαταλήψεως Ἡσύχ. ἐν λέξ. καταφθατουμένη.