πρόσχορδος
English (LSJ)
πρόσχορδον, (χορδή) attuned to a stringed instrument: generally, in unison with, ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι bring voices into unison with voices, Pl.Lg.812d, cf. Poll.4.58,63.
German (Pape)
[Seite 789] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.
Russian (Dvoretsky)
πρόσχορδος: настроенный: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχορδος: -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον ὄργανον· καθόλου, ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ πρός τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. Πολυδ. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο
2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία ή σε συμφωνία με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -χορδος (< χορδή)].