πρῆχμα

English (LSJ)

v. πρᾶγμα.

Greek (Liddell-Scott)

πρῆχμα: τό, (= πρῆγμα, πρᾶγμα) Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Ἀθηνῶν, Ἐφ. Ἀρχ. 3722. ― Χίου, Bul de cor, hel III. σ. 232-3, ἔνθα σημαίνει εἰσπραχθὲν χρῆμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πράγμα.