πρῴραθεν
English (LSJ)
Ion. πρῴρηθεν, in Poets before a consonant πρῷρ-θε: Adv. from the ship's head, from the front, Pi.P.4.22, 10.52, Th.7.36, etc.; ἐκ πρῴρηθεν, opp. κατὰ πρύμναν, Theoc.22.11; ἀπὸ π. Q.S.14.378.
French (Bailly abrégé)
adv.
de la proue.
Étymologie: πρῴρα, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρῴρᾱθε(ν), Ion. πρῴρηθεν [πρῷρα] vanaf de voorsteven.
Greek Monotonic
πρῴρᾱθεν: Ιων. -ηθεν, στους ποιητές πριν από σύμφωνο -θε, επίρρ. (πρῴρα)· από την πρύμνη του πλοίου, από το μπροστινό μέρος, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· αρχ. γεν., ἐκ πρῴραθεν, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρῴρᾱθεν: Ἰων. -ηθεν, παρὰ ποιηταῖς πρὸ συμφώνων, -θε· ἐπίρρ.· (πρῷρα)· - ἐκ τῆς πρῴρας τοῦ πλοίου, ἐκ τοῦ προσθίου μέρους, Πινδ. Π. 4. 39., 10. 81, Θουκ. 7. 36, κτλ.· - εἶναι ἀρχαία γενικὴ ὡς φαίνεται ἐκ τῶν φράσεων ἐκ πρῴραθεν, ἀντίθετον τῷ κατὰ πρύμναν, Θεόκρ. 22. 11· ἀπὸ πρ. Κόϊντ. Σμ. 14. 378.
Middle Liddell
[ionic -ηθεν, in Poets before a consonant] πρῴρα
from the ship's head, from the front, Pind., Thuc., etc.:—it is an old gen., and is so used ἐκ πρῴραθεν, by Theocr.