πτεροδόνητος
English (LSJ)
πτεροδόνητον, (δονέω) moved by flapping wings: metaph., high-soaring, high-flown, Ar.Av.1390,1402.
German (Pape)
[Seite 808] durch Flügel od. Segel bewegt, Ar. Av. 1390.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui agite les ailes;
2 qui se meut en agitant les ailes.
Étymologie: πτερόν, δονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτεροδόνητος -ου [πτερόν, δονέω] op vleugels fladderend; van dithyramben; Aristoph. Av. 1390; van dichter. οὐ γὰρ σὺ χαίρεις πτεροδόνητος γενόμενος; ben je dan niet blij dat je een hoogvlieger bent geworden? Aristoph. Av. 1402.
Russian (Dvoretsky)
πτεροδόνητος: машущий крыльями Arph.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κινείται με τη δόνηση τών πτερύγων του
2. μτφ. αυτός που πετά ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. αεροδόνητος].
Greek Monotonic
πτεροδόνητος: (δονέω), αυτός που κινείται ανεβοκατεβάζοντας τις φτερούγες· μεταφ., αυτός που υψώνεται, ανεβαίνει ψηλά, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πτεροδόνητος: -ον, (δονέω) ὁ κινούμενος διὰ τῆς δονήσεως τῶν πτερύγων· μεταφ., ὁ ὑψηλὰ πετόμενος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1390, 1402.
Middle Liddell
πτερο-δόνητος, ον, δονέω
moved by flapping wings: metaph. high-soaring, Ar.