Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πτερότιλση
Greek Monolingual
η, Ν (ιδίωςκατά την εποχή της πτερορρύησης) η αφαίρεση τών πτίλων ζωντανού πτηνού προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για το γέμισμα μαξιλαριών και παπλωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.<πτερό+τίλση (<τίλλω «μαδώ»)].