πτυΐδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of πτύον, Sch.Ar.Av.1150.

German (Pape)

[Seite 811] τό, dim. von πτύον, Schol. Ar. Av. 1148.

Greek (Liddell-Scott)

πτυΐδιον: ὑποκορ. τοῦ πτύον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φτυαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυργίδιον)].