πτώχευση
Greek Monolingual
και φτώχεψη, η, Ν
1. η κατάσταση εκείνου που έχει πτωχεύσει, χρεωκοπία, φαλιμέντο, φαλίρισμα
2. (νομ. -οικον.)
η νομική κατάσταση του εμπόρου ο οποίος αδυνατεί, μονίμως και ολοσχερώς, να ικανοποιήσει τους δανειστές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχεύω. Η λ., στον λόγιο τ. πτώχευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].