πυγηδόν

English (LSJ)

A Adv. tail foremost, ὑποχωρεῖν πάλιν π., of certain oxen, Arist.PA659a20 (nisi leg. παλιμπ.).
II rump to rump, Id.HA539b22.

German (Pape)

[Seite 813] adv., mit zugekehrtem Steiß; συνιόντα πυγηδὸν όχεύεται, Arist. H. A. 5, 2, dem ὄπισθεν συνιόντες entsprechend; vgl. πάλιν πυγηδὸν νέμεσθαι, de part. anim. 2, 16.

Russian (Dvoretsky)

πῡγηδόν: adv. задом Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγηδόν: Ἐπίρρ., μὲ τὰ ὀπίσθια ἐμπρός, ὑποχωρεῖν πάλιν π. (κ. ἀλλ. παλιμπυγηδόν), ἐπὶ βοῶν τινων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 16, 6. ΙΙ. κῶλον μὲ κῶλον, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 2.

Greek Monolingual

Α επίρρ.
προς τα πίσω, με κίνηση προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. μολπηδόν)].