πυθοκτόνος

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που φόνευσε τον Πύθωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πύθων + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ, παιδο-κτόνος.