πυρίσπορος

English (LSJ)

ον, gendered in fire, Orph. H. 45.1, Opp. C. 4.304.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίσπορος: -ον, ὁ σπαρείς, λαβὼν τὴ ἀρχὴν ἐν πυρί, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 1, Ὀππ. Κυν. 4. 304.

Greek Monolingual

και πυρόσπορος, -ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πύρο- (βλ. λ. πυρ) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. σιτόσπορος].

German (Pape)

im Feuer gesät, geboren, Opp. Cyn. 4.304 Orph. hymn. 44.1, 51.2.