πυρετοθεραπεία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. θεραπευτική μέθοδος με τη βοήθεια τεχνητά προκαλούμενου πυρετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyretotherapy (< πυρετός + θεραπεία)].