πυριβήτης

English (LSJ)

πυριβήτου, poet. εω, ὁ, (βαίνω) standing over a fire, τρίπους Arat.983.

German (Pape)

[Seite 822] ὁ, der über dem Feuer Stehende, τρίπους, Arat. 983, vgl. ἐμπυριβήτης.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, τρίπους Ἄρατ. 983· πρβλ. ἐμπυριβήτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στέκεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βήτης (< θ. βη- του βαίνω, πρβλ. βῆμα), πρβλ. διαβήτης, εμπυριβήτης].