ἐμπυριβήτης

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠρῐβήτης Medium diacritics: ἐμπυριβήτης Low diacritics: εμπυριβήτης Capitals: ΕΜΠΥΡΙΒΗΤΗΣ
Transliteration A: empyribḗtēs Transliteration B: empyribētēs Transliteration C: empyrivitis Beta Code: e)mpuribh/ths

English (LSJ)

ἐμπυριβήτου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.

Spanish (DGE)

(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ que se pone sobre el fuego μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702, cf. plu. Semus 16
epít. del adivino Euclo, Hsch.

German (Pape)

[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui va sur le feu.
Étymologie: ἐν, πῦρ, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπῠρῐβήτης: ставящийся на огонь (τρίπους Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.

English (Autenrieth)

(πῦρ, βαίνω): standing over the fire; τρίπος, Il. 23.702†.

{{grml |mltxt=ἐμπυριβήτης, ο (Α) [[εν, πυρ, βαίνω
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.). }}

Greek Monotonic

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ (ἐν, πῦρ, βαίνω), κατασκευασμένος να αντέχει στη φωτιά, λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: who goes into the fire, of a τρίπους Ψ 702.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of the prepositional phrase ἐν πυρί and βῆ-ναι with τη-suffix; cf. Schwyzer 452. Also πυριβήτης Arat. 983, a false archaizing form. - On the matter Bromner Hermes 77, 366f.

Middle Liddell

ἐμ-πῠρῐ-βήτης, ου, n [ἐν, πῦρ, βαίνω
made for standing on the fire, of a tripod, Il.

Frisk Etymology German

ἐμπυριβήτης: -ου
{empuribḗtēs}
Grammar: m.
Meaning: der im Feuer steht, Ben. eines τρίπους Ψ 702.
Etymology: Zusammenbildung aus dem Präpositionsausdruck ἐν πυρί und βῆναι mittels des τη-Suffixes; vgl. Schwyzer 452. Dafür πυριβήτης Arat. 983, archaisierendes Simplex. — Zur Sache Bromner Hermes 77, 366f.
Page 1,508