πυρολόγος

English (LSJ)

πυρολόγον, (πυρός) reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλόγος).

German (Pape)

[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse le blé.
Étymologie: πυρός, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

πῡρολόγος: убирающий пшеницу (δρεπάνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -λόγος].

Greek Monotonic

πῡρολόγος: -ον (πύρος, λέγω), αυτός που θερίζει σιτάρι, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, λέγω
reaping wheat, Anth.