πυρομανής

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτομανής].