-ές, Ναυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτομανής].