πυρρόγειος

English (LSJ)

πυρρόγειον, of or with red earth, Antyll. ap. Orib.9.11.6.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόγειος: -ον, ὁ ἔχων γῆν πυρρόχρουν, κοκκινόχωμα, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 548. 22.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κόκκινο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -γειος (< γῆ), πρβλ. ἰσόγειος].

German (Pape)

von od. mit roter Erde, Sp.