πυρρώδης

English (LSJ)

f.l. for ῥυπώδης, Hsch. s.v. σκεῖρος.

Greek Monolingual

-ες, Α πυρρός
1. ο πυρρόχρους
2. εσφ. γρφ
του ῥυπώδης.

German (Pape)

ες, rötlich von Ansehen, Poll. 5.79, Hesych. v. σκεῖρος.